ἀπόκλαρος

ἀπόκλαρος
ἀπόκλᾱρος , ἀπόκληρος
without lot
masc/fem nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απόκλαρος — ἀπόκλαρος, ον (Α) βλ. απόκληρος …   Dictionary of Greek

  • απόκληρος — η, ο (AM ἀπόκληρος, ον, Α δωρ. τ. ἀπόκλαρος) όποιος έχει αποκλειστεί από την κληρονομιά, ο αποκληρωμένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει οδηγηθεί σε κοινωνική απομόνωση 2. εκείνος που στερείται ουσιώδη αγαθά («απόκληρος της ζωής, της τύχης») αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”